- ἑψικός
- ἑψικός, ή, όνA for boiling, dub. in PLond.2.429.13 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εψικός — ἑψικός, ή, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην έψηση 2. πάπ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑψικά τα ψηστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψηση ή ἑψία] … Dictionary of Greek